- χειροβλιμάομαι
- χειρο-βλῑμάομαι,A = ψηλαφάω, Luc.Pseudol.24 (-βλημ- cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειροβλιμᾶσθαι — χειροβλιμάομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)